Στο ανατολικό άκρο της Κωνσταντινούπολης, της Πόλης των Πόλεων και συνάμα διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεσπόζει η Αγία Σοφία.
Το επιβλητικό αυτό μνημείο «τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας» εγκαινιάστηκε για πρώτη φορά το 360 από τον Κωνστάντιο Β΄, ενώ ξανακτίστηκε το 415 από τον Θεοδόσιο Β΄. Η καταστροφή του αργότερα, κατά τη Στάση του Νίκα, έδωσε ουσιαστικά την ευκαιρία στον Ιουστινιανό να κτίσει το εντυπωσιακό οικοδόμημα που διατηρείται ως τις μέρες μας, ακολουθώντας τις φιλόδοξες και πρωτοποριακές αρχιτεκτονικές προτάσεις των Ισιδώρου από τη Μίλητο και Ανθεμίου από τις Τράλλεις, με βάση την τρουλλαία βασιλική.
Ο ναός συνδέθηκε άρρηκτα με την πορεία της Πόλης στο χρόνο. Υπήρξε έδρα του Πατριαρχείου και ο χώρος προβολής της αυτοκρατορικής δύναμης. Ως εκ τούτου, οι βυζαντινοί ηγεμόνες φρόντισαν για τον πλουτισμό και τη μεγαλοπρέπειά του, καθιστώντας τον έτσι τον καίριο στόχο λεηλασιών, όπως συνέβη το 1204 με τους Λατίνους Σταυροφόρους και το 1453 με τους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β΄.
Με την τουρκική άλωση, ο ναός μετατράπηκε τάχιστα σε τζαμί, συνεχίζοντας να αποτελεί το κέντρο θρησκευτικής λατρείας, αυτή τη φορά ενός άλλου δόγματος.
Από τα μέσα περίπου του 19ου αι., εκτελέστηκαν εκτεταμένες εργασίες στερέωσης του κτιρίου, καθώς επίσης αποκάλυψης και καθαρισμού των ψηφιδωτών, οι οποίες συνεχίζονται ως τις μέρες μας.
Για την οικοδομική του αξία και την καθοριστική του σημασία στην ιστορία, εντάχθηκε το 1985 στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Η Αγία Σοφία ανακηρύχθηκε μουσείο στα 1934, διατηρώντας το όνομά της: Ayasofya Müzesi. Με αυτήν την ιδιότητα λειτουργεί μέχρι σήμερα, προσελκύοντας πλήθος επισκεπτών.