Στη βορειοδυτική πλευρά του ιστορικού κέντρου της Κωνσταντινούπολης και σε μικρή απόσταση από τη βυζαντινή πύλη της Αδριανούπολης, βρίσκεται η περίφημη Μονή της Χώρας. Το όνομά της οφείλει στον προσδιορισμό των ψηφιδωτών του Χριστού ως «Χώρας των Ζώντων» και της Παναγίας ως «Χώρας του Αχωρήτου» στο εσωτερικό της.
Από το παλαιό μοναστηριακό συγκρότημα σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό του. Ως προς την αφιέρωσή του, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν ανήκε στο Χριστό, στην Παναγία ή και στους δύο.
Εξίσου αμφίβολος είναι και ο χρόνος ίδρυσης της μονής, που τοποθετείται είτε επί βασιλείας Ιουστινιανού (527-565), είτε στα χρόνια του Ηρακλείου (610-641). Το βέβαιο είναι πως στον 12ο αι. κτίζεται μεγαλόπρεπος ναός, ενώ στις αρχές του 14ου αι. δέχεται ριζική ανακαίνιση. Πρόκειται για το εκτεταμένο πρόγραμμα εργασιών που εκτελέστηκε με χρηματοδότηση του λογοθέτη του γενικού Θεόδωρου Μετοχίτη, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με αυτό το μνημείο, σφραγίζοντας την πιο λαμπρή περίοδο στην ιστορία της μονής. Σε εκείνον οφείλεται η κατασκευή του διπλού νάρθηκα και του νότιου παρεκκλησίου, τα οποία διακοσμήθηκαν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες αντίστοιχα. Τα έργα αυτά αποτελούν την κορυφαία έκφραση της παλαιολόγειας τέχνης της πλουσιότατης καλλιτεχνικά βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328), και αντικείμενο θαυμασμού ειδικών και μη.
Την ημέρα της άλωσης του 1453, η μονή υπήρξε μεταξύ των πρώτων εκκλησιαστικών μνημείων που δέχθηκαν τη λεηλασία. Αργότερα, στα τέλη του 15ου με αρχές του 16ου αι., η Χώρα μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Kariye.
Η αναστήλωση του μνημείου, η αποκάλυψη αλλά και ο καθαρισμός των ψηφιδωτών του πραγματοποιήθηκαν σε δύο περιόδους εργασιών, την πρώτη στις αρχές και τη δεύτερη στα μέσα περίπου του 20ού αι.
Η Μονή της Χώρας λειτουργεί από το 1948 και εξής ως μουσείο, με το όνομα Kariye Müzesi.