Τα γραφικά Αλάτσατα βρίσκονται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Ερυθραίας και σε απόσταση περίπου 50 χλμ. δυτικά της Σμύρνης. Το όνομά τους οφείλεται στη λέξη «ἅλας» και σχετίζεται με τις αλυκές που σχηματίζονται στον κόλπο της Αγριλιάς, στα νότια του οικισμού.
Η ιστορία των Αλατσάτων ξεκίνησε στα μέσα του 17ου αι., όταν Έλληνες από τη Χίο ήρθαν στην περιοχή για να δουλέψουν ως δουλοπάροικοι των Τούρκων μεγαλοκτηματιών. Έτσι, δημιουργήθηκαν αρχικά δύο οικισμοί, το «Πάνω Χωριό» και το «Κάτω Χωριό».
Με την πάροδο του χρόνου, οι Έλληνες έτυχαν ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ευφορία της γης οδήγησε στην εγκατάσταση στα Αλάτσατα πληθυσμών από την ορεινή Ερυθραία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Εύβοια και κυρίως τη Χίο, με αποτέλεσμα τη συνένωση των δύο οικισμών. Η άφιξη νέων κατοίκων απο τον ελλαδικό χώρο ενισχύθηκε επίσης μετά τα Ορλωφικά (1770).
Η πόλη γνώρισε οικονομική ανάπτυξη χάρη στην πλούσια γεωργική παραγωγή της και ειδικά στη φημισμένη σταφίδα της, η οποία εξαγόταν από τα λιμάνια της Αγριλιάς (το επίνειο των Αλατσάτων) και του Τσεσμέ. Παράλληλα, υπήρξε πατρίδα αρκετών ιερέων και μοναχών που υπηρέτησαν στα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Το σημαντικότερο σωζόμενο μνημείο είναι ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, κτισμένος το 1832 πάνω σε παλαιότερο του 1804. Η άδεια της ανέγερσής του εξασφαλίστηκε από τον καπουδάν πασά, μετά τη μεσολάβηση ενός καπετάνιου από τον Τσεσμέ, του Νικόλα Ηλιάδη. Αρχιτέκτονάς του υπήρξε ο Σμυρνιός Εμμανουήλ Καλονάρης και κατασκευαστής του εντυπωσιακού του τέμπλου ο Ιωάννης Χαλεπάς, πατέρας του Γιαννούλη, ο οποίος το 1901 πέθανε και ετάφη στα Αλάτσατα.
Η πόλη, που είχε σχεδόν αμιγή ελληνικό πληθυσμό εκτός κάποιων Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων, αριθμούσε περίπου 15.000 κατοίκους στις αρχές του 20ού αι. και περίπου 6.000 κατά την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών. Με την έλευσή τους στην Ελλάδα, σχημάτισαν τους συνοικισμούς των «Νέων Αλατσάτων» στον δήμο Βύρωνα Αττικής και στο Ηράκλειο της Κρήτης.