Η εκκλησία του Νικηφόρου Φωκά στο χωριό Çavuşin, το οποίο απέχει λίγα χιλιόμετρα από τα Κόραμα (σημερινό Göreme), είναι λαξευμένη στο άκρο του βράχου που ορίζει τη βόρεια πλευρά του οικισμού. Λόγω της χρήσης του ως περιστερεώνα κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, ο ναός είναι επίσης γνωστός ως ο «Περιστερεώνας του Çavuşin» (Güvercinlik Kilisesi στα τουρκικά, αλλά και Kuşluk Kilise), ενώ μερικές φορές εσφαλμένα συγχέεται με τη βασιλική του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που βρίσκεται περίπου 500μ. μακριά από τον ναό.
Η ιδιαιτερότητα του μνημείου έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για το μοναδικό στην Καππαδοκία που φέρει στο εικονογραφικό του πρόγραμμα απεικονίσεις αυτοκρατόρων. Πρόκειται για τον Νικηφόρο Φωκά (963-969), που εικονίζεται στη βόρεια κόγχη του Ιερού Βήματος μαζί με τη σύζυγό του Θεοφανώ, τον πατέρα του Βάρδα, τον αδελφό του Λέοντα και μία αταύτιστη γυναικεία μορφή, και τον Ιωάννη Τσιμισκή (969-976) που παριστάνεται στην ανατολική πλευρά του βόρειου τοίχου.
Η κατασκευή και διακόσμηση του ναού εκτελέστηκαν επί της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά και πιθανόν κατά την περίοδο 964-965, που συμπίπτει με την παραμονή της αυτοκρατορικής οικογένειας στην Καππαδοκία και τις νικηφόρες εκστρατείες του Φωκά κατά των Αράβων στην Κιλικία. Παρότι ο ναός δεν υπήρξε αυτοκρατορική χορηγία, είναι ξεκάθαρη η πρόθεση των κτητόρων του, πιθανόν τοπικών αξιωματούχων, να τιμήσουν τον Νικηφόρο ως αυτοκράτορα και τους αγώνες του κατά των Αράβων, καθώς επίσης την οικογένειά του που υπήρξε στενά συνδεδεμένη με την Καππαδοκία. Η αρχική αφιέρωση της εκκλησίας είναι άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό να ετιμάτο στον αρχάγγελο Μιχαήλ (ή στους Ταξιάρχες), λόγω της πολλαπλής απεικόνισής του στις τοιχογραφίες.
Αρχιτεκτονικά πρόκειται για έναν μονόχωρο, σχεδόν τραπεζιόσχημο, καμαροσκέπαστο ναό, με τρεις αψίδες στην ανατολική πλευρά (από τις οποίες η κεντρική είναι αρκετά μεγαλύτερη) και νάρθηκα από τον οποίο έχει καταστραφεί όλο το δυτικό του τμήμα. Στο ανατολικό άκρο των πλάγιων τοίχων σχηματίζεται ένα τυφλό αψίδωμα, ενώ κτιστό πεζούλι περιτρέχει όλες τις πλευρές του ναού εκτός της ανατολικής, όπου σχηματίζονται σκαλοπάτια μπροστά από τις αψίδες.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα, που αναπτύσσεται σε επάλληλες ζώνες, περιλαμβάνει έναν εκτενή χριστολογικό κύκλο, με αρκετά επεισόδια που σχετίζονται με τη Γέννηση του Χριστού και τον κύκλο των Παθών, την απεικόνιση μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας όπως προαναφέρθηκε, καθώς και του μάγιστρου Μελία δίπλα από τον Τσιμισκή και ένα πλήθος αγίων, κυρίως στρατιωτικών. Χαρακτηριστική είναι η ένταξη των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας στη διακόσμηση, από τους οποίους αναγνωρίζονται οι 27, ενώ οι υπόλοιποι 13 μάλλον βρίσκονταν στο τμήμα του νάρθηκα που καταστράφηκε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η επιλογή αγίων γίνεται συνειδητά, ώστε να τονιστούν τα στρατιωτικά κατορθώματα του Νικηφόρου και των στρατηγών του, αλλά και η θεϊκή βοήθεια που τους οδήγησε στις νίκες.
Η πρώτη δημοσίευση του ναού οφείλεται στον Guillaume de Jerphanion, ο οποίος τον επισκέφθηκε το 1911 και το 1912 όταν ακόμα χρησιμοποιούνταν ως περιστερεώνας. Οι μελέτες που ακολούθησαν ανέδειξαν την ιστορία και την τέχνη μιας από τις σημαντικότερες εκκλησίες της Καππαδοκίας, στον χώρο του Çavuşin όπου η σταδιακή διάβρωση λειτουργεί καταστρεπτικά για τα μνημεία, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει πολλούς κατοίκους του στην εγκατάλειψη των οικιών τους.