Στην κοιλάδα των Κοράμων και κοντά στην είσοδο του σημερινού υπαίθριου μουσείου-Πάρκου των Εκκλησιών, βρίσκεται ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος και σημαντικότερους σε καλλιτεχνική αξία ναούς της Καππαδοκίας: η Tokali Kilise (Ναός Κοράμων 7). Λαξευμένο εντός κώνου, το μνημείο αποτελείται από τρεις ναούς. Στα δυτικότερα βρίσκεται η Παλαιά Tokali, στα ανατολικά της η Νέα και κάτω από την πρώτη, μία ταφική εκκλησία.
Η ίδρυση της Παλαιάς Tokali χρονολογείται στις αρχές του 10ου αι. Πρόκειται για έναν μονόχωρο καμαροσκεπή ναό, που πιθανόν διέθετε νάρθηκα στα δυτικά. Η αρχική είσοδος και η πρόσοψή του έχουν καταστραφεί, όπως επίσης το Ιερό της Βήμα, με την επέκταση του μνημείου προς τα ανατολικά και τη δημιουργία της Νέας Tokali. Ο ναός φέρει πλούσια τοιχογράφηση οργανωμένη σε επιμήκεις ζώνες στις δύο πλευρές της καμάρας, όπου εικονίζονται σκηνές που σχετίζονται με τη Γέννηση του Χριστού, τη διδασκαλία Του και τον κύκλο των Παθών του. Στο κατώτερο τμήμα των τοίχων τοποθετούνται ολόσωμοι άγιοι και αγίες. Η διακόσμηση εκτελέστηκε από το εργαστήριο (πιθανόν μη τοπικό) που λίγο πιο πριν, στα 913-920, εργάστηκε στην Ayvali Kilise στο Güllü Dere (β΄ φάση τοιχογράφησης), γεγονός που φέρνει την Παλαιά Tokali χρονολογικά κοντά στην προηγούμενη.
Λίγο καιρό αργότερα πραγματοποιήθηκαν εργασίες διεύρυνσης του δυτικού τμήματος της Παλαιάς Tokali, οπότε σχηματίστηκε ένας καμαροσκεπής προθάλαμος, τμήματα του οποίου διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από τις τοιχογραφίες του, που στυλιστικά προσεγγίζουν εκείνες των ναών 1 (El Nazar), 4α, 6, 8 και 13 της κοιλάδας των Κοράμων, χαρακτηριστική είναι η Πεντηκοστή.
Στην περίοδο 950-960 χρονολογείται η επέκταση του μνημείου προς τα ανατολικά και η δημιουργία της Νέας Tokali. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή εκκλησία με εγκάρσιο καμαροσκέπαστο πυρήνα που χωρίζεται σε τρία κλίτη, με τυφλή τοξοστοιχία στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά, μεγάλους ανάγλυφους σταυρούς στον βόρειο και νότιο τοίχο και τριμερές Ιερό Βήμα το οποίο διαθέτει ένα ασυνήθιστο διπλό τέμπλο. Στα βόρεια του ναού ανοίγεται ένα μονόχωρο παρεκκλήσιο. Από τις δύο αποσπασματικά σωζόμενες αφιερωματικές επιγραφές στον κυρίως ναό και στην αψίδα της πρόθεσης, πληροφορούμαστε ότι κτήτορές της υπήρξαν ο Κωνσταντίνος και ο γιος του Λέων, ενώ ο Νικηφόρος που αναφέρεται στην πρόθεση θεωρήθηκε είτε ως κτήτορας είτε ως ζωγράφος. Κατ’ άλλη άποψη, τα τρία πρόσωπα ανήκουν στην καππαδοκική οικογένεια των Φωκάδων και αναγνωρίζονται ως ο μελλοντικός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (963-969), ο αδελφός του Κωνσταντίνος και ο γιος του τελευταίου Λέων. Από την επιγραφή στο γείσο του κυρίως ναού, η εκκλησία φαίνεται πως υπήρξε καθολικό μονής αφιερωμένης στους Αρχαγγέλους. Ο ίδιος ο ναός πιθανότατα ετιμάτο επ’ ονόματι του αγίου Βασιλείου. Σε αυτό συνηγορεί η τοποθέτηση σκηνών του βίου του στη δυτική και βόρεια πλευρά του ναού και η απεικόνισή του εντός μεταλλίου στη βάση του νότιου ανάγλυφου σταυρού και στη δυτική πλευρά του βόρειου πεσσού του Ιερού Βήματος.
Η Νέα Tokali διαθέτει τον εκτενέστερο χριστολογικό κύκλο που απαντά σε ναό της Καππαδοκίας και περιλαμβάνει έντεκα σκηνές που σχετίζονται με τη Γέννηση του Κυρίου, είκοσι από τον δημόσιο βίο Του, οκτώ από τον κύκλο των Παθών και τέσσερις από την Ανάσταση και τα μετά από αυτήν επεισόδια, καλύπτοντας τον θόλο και τους τοίχους πάνω από τα αψιδώματα. Εκτός των αφηγηματικών σκηνών, στον ναό εικονίζεται ένα πλήθος αγίων, μεταξύ των οποίων οι Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας. Η ποιότητα των τοιχογραφιών και τα στυλιστικά χαρακτηριστικά τους μαρτυρούν την κατασκευή τους από εργαστήριο εξοικειωμένο με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης, αν όχι προερχόμενο από αυτήν.
Την ίδια περίπου εποχή με τη διάνοιξη της Νέας Tokali, λαξεύθηκε ο ταφικός ναός κάτω από την Παλαιά, σε αρχιτεκτονικό σχέδιο που σχεδόν αντιγράφει τη Νέα. Η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται μέσω στενής κλίμακας στη βορειοδυτική πλευρά του αρχικού ναού, ενώ δίπλα σε αυτήν ανοίγεται διαμέρισμα με δύο ταφές. Στα βόρεια της ακόσμητης υπόγειας κοιμητηριακής εκκλησίας εντοπίστηκαν δύο αρκοσόλια με ισάριθμες υπόγειες ταφές.
Στην αρχική διακόσμηση της Παλαιάς και της Νέας Tokali προστέθηκαν κατά τον 11ο αι. ελάχιστες μεμονωμένες παραστάσεις.
Μετά τις εργασίες στερέωσης και συντήρησης των τοιχογραφιών του που ξεκίνησαν το 1973, το μνημείο κατέστη επισκέψιμο από το φθινόπωρο του 1980, ενώ εκ νέου ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε το 2012. Από το 1985 περιλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, μετά την εγγραφή της κοιλάδας των Κοράμων στον κατάλογο αυτό.