Μικρά Ασία


Η Μικρά Ασία αποτελεί το δυτικό τμήμα της Ασίας, το οποίο στα βόρεια βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, τον Βόσπορο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τον Ελλήσποντο, στα δυτικά από το Αιγαίο Πέλαγος και στα νότια από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Το ανατολικό της σύνορο μπορεί να προσδιοριστεί από μία νοητή γραμμή που ξεκινώντας από τις νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας στον βορρά, καταλήγει στον κόλπο της Αλεξανδρέττας στον νότο.

Ο όρος «Μικρά Ασία» αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Παύλο Ορόσιο (4ος-5ος αι.) στο έργο του Historiae adversus Paganos. Από τους προσδιορισμούς «Ανατολή» και «Ανατολία», οι οποίοι εν τέλει δεν επικράτησαν, ο δεύτερος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (945-959) και αργότερα από τους Τούρκους προκειμένου να ορίσουν τις περιοχές που είχαν κατακτήσει.

Μέσα σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο περιλαμβάνονται επιμέρους περιοχές, των οποίων τα ονόματα είναι γνωστά από την αρχαιότητα. Έτσι, στο βόρειο τμήμα ανήκουν ο Πόντος, η Παφλαγονία και η Βιθυνία, στο δυτικό η Μυσία, η Λυδία και η Καρία, στο νότιο η Λυκία, η Πισιδία, η Παμφυλία και η Κιλικία και στο κεντρικό η Φρυγία, η Ισαυρία, η Λυκαονία, η Γαλάτια και η Καππαδοκία.

Η ανθρώπινη παρουσία στη Μικρά Ασία μαρτυρείται ήδη από την παλαιολιθική εποχή (2.600.00-10.000 έτη πριν). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σπήλαιο Karain κοντά στην Αττάλεια, το μοναδικό στη Μικρά Ασία όπου εκπροσωπείται αδιάλειπτα ολόκληρη η παλαιολιθική περίοδος. Από τη νεολιθική εποχή προέρχεται ο περίφημος οικισμός του Çatalhöyük (6700-5700 π.Χ.) στα νοτιοανατολικά του Ικονίου, που υπολογίζεται μάλιστα ότι είχε 5.000 κατοίκους.

Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., το πρώτο βασίλειο που θα σχηματιστεί στον μικρασιατικό χώρο, εκείνο των Χετταίων με πρωτεύουσα τη Χαττούσα, θα αντικατασταθεί στη συνέχεια από χιττιτικά κρατίδια. Ακολούθησε έπειτα το βασίλειο των Φρυγών με πρωτεύουσα το Γόρδιο, το οποίο καταστράφηκε στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. από τις επιδρομές των Κιμμερίων και το βασίλειο των Λυδών με πρωτεύουσα τις Σάρδεις, το οποίο κυριάρχησε ως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., οπότε ο μικρασιατικός χώρος υποτάχθηκε στους Πέρσες.

Η δημιουργία των πρώτων ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία οφείλεται σε Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς που στα 1100 π.Χ. περίπου ξεκίνησαν από την ηπειρωτική Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στα δυτικά παράλια. Από τον 7ο αι. π.Χ. οι πρώτες αυτές αποικίες προχώρησαν στην ίδρυση δικών τους αποικιών σε διάφορες περιοχές (Εύξεινος Πόντος, Αίγυπτος, Γαλλία, Ισπανία). Ειδικά για τη Μίλητο, υπολογίζεται ότι ίδρυσε 80 αποικίες.

Η περσική κυριαρχία τερματίστηκε με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου ο οποίος μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό (Ιούνιος 334 π.Χ.) προήλασε στη Μικρά Ασία και εισήλθε νικηφόρα στη Συρία έπειτα από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.). Μετά τον θάνατό του, κάποια τμήματα της Μικράς Ασίας διατήρησαν την αυτονομία τους, ενώ άλλα περιήλθαν στους Λυσίμαχο και Σέλευκο. Τον 3ο αι. π.Χ. ιδρύθηκαν τα βασίλεια του Πόντου και της Περγάμου, τα οποία υποτάχθηκαν κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες στους Ρωμαίους, οι οποίοι εξασφάλισαν την κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία.

Με την εμφάνιση του χριστιανισμού, η περιοχή αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος στην εξάπλωση και εδραίωσή του με τη σύσταση τοπικών εκκλησιών και την ανάδειξη μαρτύρων και εκκλησιαστικών Πατέρων.

Η Μικρά Ασία υπήρξε ο ζωτικός χώρος του βυζαντινού κράτους, ο οποίος απειλήθηκε πολλάκις. Οι περσικές επιδρομές αποκρούστηκαν από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), ενώ οι αραβικές διήρκεσαν από τον 7ο ως τον 10ο αι. Η προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων που εμφανίστηκαν τον 11ο αι. στο προσκήνιο επισφραγίστηκε από την ήττα του βυζαντινού στρατού στο Ματζικέρτ (1071) και τη δημιουργία του σουλτανάτου του Ρουμ με πρωτεύουσα αρχικά τη Νίκαια και από το 1084 (ανακατάληψή της από τους Βυζαντινούς) το Ικόνιο. Οι αγώνες του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) κατά των Τούρκων συνεχίστηκαν από τον γιο του Ιωάννη Β΄ (1118-1143), ο οποίος περιόρισε τις κτήσεις τους στη Λυκαονία, τη νοτιοανατολική Γαλατία και την Καππαδοκία. Ωστόσο, ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) ηττήθηκε από τον Κιλίτς Αρσλάν Β΄ στη μάχη στο Μυριοκέφαλο (1176).

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, στον μικρασιατικό χώρο δημιουργήθηκαν οι αυτοκρατορίες της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, καθώς και μικρές βραχύβιες ηγεμονίες από τοπικούς άρχοντες. Στα μέσα περίπου του 13ου αι. το σελτζουκικό σουλτανάτο δέχθηκε τη μογγολική επικυριαρχία, όπως και το κράτος της Τραπεζούντας, ενώ το 1261 πραγματοποιήθηκε η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282) της Νίκαιας.

Οι επιδρομές των Μογγόλων είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή του κράτους του Ικονίου και την εμφάνιση μικρών τουρκικών κρατιδίων από τα οποία υπερίσχυσε εκείνο με αρχηγό τον Οσμάν, δίνοντας έτσι το όνομά του στους Οθωμανούς Τούρκους. Παρά τις προσπάθειες του Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328) να ανακόψει την προέλασή τους στη Μικρά Ασία, οι Οθωμανοί εδραίωσαν την κυριαρχία τους στη Μυσία και στη Βιθυνία καταλαμβάνοντας το 1326 την Προύσα, την οποία κατέστησαν πρώτη πρωτεύουσά τους. Η επεκτατική πολιτική των Τούρκων, οι οποίοι ως τις αρχές του 15ου αι. είχαν εισχωρήσει στο μεγαλύτερο τμήμα του μικρασιατικού χώρου, ανακόπηκε προσωρινά το 1402 μετά την ήττα τους από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας. Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) από τον Μωάμεθ Β΄ (1451-1481), καθώς και της Τραπεζούντας (1461), ο μικρασιατικός χώρος κατέστη το κύριο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σημαντική οικονομική και πνευματική ανάπτυξη παρατηρείται από τον 18ο αι. που τουλάχιστον για την περιοχή των δυτικών παραλίων, οφείλεται εν πολλοίς στους Έλληνες. Μοχλός περαιτέρω ανάπτυξης υπήρξε η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, από τα μέσα του 19ου αι., που ένωναν τη Σμύρνη με το Αϊδίνιο και τον Κασαμπά, και την Κωνσταντινούπολη με τη Νικομήδεια, το Εσκισεχίρ και την Άγκυρα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο που γινόταν δια θαλάσσης, με σημαντικότατο το λιμάνι της Σμύρνης, το οποίο συναγωνιζόταν εκείνο της Κωνσταντινούπολης.

Η εθνοκαθαρτική πολιτική των Τούρκων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), είχε ως αποτέλεσμα την απέλαση 400.000 Ελλήνων και τη θανάτωση ή εκτοπισμό πλήθος άλλων στα ανατολικά της Μικράς Ασίας. Η ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη μικρασιατική εκστρατεία (1920-1922) αποτέλεσε το καίριο πλήγμα για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, οδηγώντας 1.500.000 από αυτούς ως πρόσφυγες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η εγκατάλειψη των πατρογονικών εστιών συμπληρώθηκε από την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923).

Ο μικρασιατικός χώρος αποτελεί πλέον το κύριο τμήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας μετά την ίδρυσή της από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1923 και την ανάδειξη της Άγκυρας σε πρωτεύουσά της.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ